Αν μιλήσει κανείς με αυστηρώς κινηματογραφικούς όρους για τους «38 Μάρτυρες», θα αναφερόταν σε «κάτι μεταξύ αστυνομικού θρίλερ και σφοδρής κοινωνικής κριτικής».
Η γαλλική ταινία του Βέλγου Λουκά Μπελβό είναι μια ωδή στην αποξένωση. Μια καίρια ματιά πάνω στην πλήρη αδιαφορία των ανθρώπων για τον συνάνθρωπο. Ονομάζεται πλέον Bystander syndrome, δηλαδή «Σύνδρομο της επίδρασης των παρευρισκομένων». Με απλά λόγια, η κοινωνική ψυχολογία έδωσε ορισμό στο φαινομενο που προέκυψε μετά το φονικό της Κίτυ Τζενοβέζε, το 1964, σε γειτονιά του Κουίνς, της Ν. Υόρκης.
Εκτοτε, η πλήρης αδιαφορία για ό τι παθαίνει ένας συνάνθρωπος (ατύχημα, βιασμός, δολοφονία, ληστεία) έχει αποκτήσει έναν όρο.
Δυστυχώς, η ταινία αποκαλύπτει πλήρως τη διαπίστωση για το πώς λειτουργούν οι κάθε φορά εμπλεκόμενοι σε ένα τέτοιο συμβάν. Εδώ, η υπόθεση μεταφέρεται στη Χάβρη, το γαλλικό λιμάνι με τις έξοχα φωτογραφημένες σκηνές ανάμεσα στα κοντέινερ, τους υψηλούς πύργους μεταφορών, με φόντο μια θλιμμένη θάλασσα κι έναν «θυμωμένο» ουρανό, ομιχλώδη και βαρύ.
Με ατμόσφαιρα βγαλμένη από αστυνομικές περιγραφές της Κρίστι, με τη θάλασσα να είναι το απελευθερωτικό σημείο αναφοράς του πρωταγωνιστή, το βάρος της αρχικής μη αποκάλυψης των όσων συνέβησαν το βράδυ του φονικού, μετατρέπεται σε αυτοκάθαρση.
Ο πρωταγωνιστής αντιδρά με τον εαυτό του, έχοντας πλήρη επίγνωση της μη-δράσης. Μέχρι που δρα, και η κοινωνία όλη αντιδρά εχθρικά απέναντί του. Ταυτοχρόνως, όπως συνήθως συμβαίνει σε περιπτώσεις ενός χαμού, που πειράζει άμεσα δύο ανθρώπους, η σχέση με την αρραβωνιαστικιά του περνά τη βάσανο και ανεβαίνει τον Γολγοθά μέχρι να δοθεί συγκεκριμένη λύση.
Σε άλλο επίπεδο, εξαιρετικά προσεγμένες οι θέσεις του Εισαγγελέα και της δημοσιογράφου. Εντελώς ρεαλιστικές, με συγκροτημένα επιχειρήματα, παρουσιάζουν έναν πραγματικό Εισαγγελέα και μια κανονική δημοσιογράφο. Εκπρόσωποι τρων ηθών, του νόμου, της κοινωνίας, βασανίζονται ή σκέφτονται παραλλήλως, τις πιθανές συνέπειες των πράξεών τους.
Το σενάριο είναι αρκετά καλό, με μειονέκτημα, μια μεγάλη σχετική σκηνή συζήτησης του ζεύγους. Απουσιάζει η περαιτέρω ενδοσκόπηση για τα αίτια των πράξεων των υπόλοιπων 37 μαρτύρων. Αλλά ταυτοχρόνως, αυτό είναι το σημείο – κλειδί: ο κάθε θεατής, αναλογίζεται και σκέπτεται τις πιθανότητες, ο ίδιος να έκανε παρόμοια πράξη, δηλαδή… τίποτε. Και, φυσικά, επιρρίπτει ευθύνες εκ του ασφαλούς σε όποιον δεν αντιδρά. Οπότε, αρχίζει μια σαφής συζήτηση, για το «τι θα έκανε ο καθένας». Διαβάζεις και τα όσα αναφέρονται στο σύνδρομο, και η ταινία σου μένει στον νου, ως σημείο αναφοράς. Ως ταινία που θέτει όντως τα ζητήματα, για να απαντήσει ο καθένας χωριστά.
Οι αφορισμοί δεν επαρκούν, ούτε καν δίνουν εξήγηση. Ένα κοινωνικό φαινόμενο πρέπει να μελετάται σε βάθος, ανά εποχή, ανά χώρα, για να είναι εξηγήσιμο.
Ο Μπελβό, με μια ατμοσφαιρικά όμορφη ταινία και με συγκροτημένη περιγραφική δράση, με κορύφωση μια μάλλον ασυνήθιστη κινηματογραφικά σκηνή (την αναπαράσταση του φονικού), συνεπήρε τους θεατές της Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων το βράδυ της Δευτέρας 20 Μαρτίου 2017.
Οι περισσότεροι ηθοποιοί έπαιζαν αρκετά καλά, αλλά ρεσιτάλ ερμηνείας έδωσε ο Ιβάν Ατάλ. Και όλοι τους στέκονται επαρκώς στο ύψος αυτού που ο σκηνοθέτης θέλησε να δείξει: ψυχροί εκφραστές σε ένα ψυχρό συμβάν, όπου ακόμη και ο καθαρμός των λουλουδιών στο σημείο του φονικού, είναι μια ψυχρή, τυπική κίνηση, παρά τον συμβολισμό της.
Διότι η αποξένωση, η απραξία, η μη έκφραση, η μη δράση, είναι ταυτοχρόνως το καταφύγιο της απόσεισης ευθυνών. Το μηδέν είναι το μηδέν στην περίπτωσή μας.
Ευτυχώς, όμως, το ερώτημα τέθηκε: μήπως πάσχουμε όλοι μας, στη δοσμένη κοινωνία, από το συγκεκριμένο σύνδρομο; Μήπως το μηδέν είναι μέρος του όλου, σε μια πορεία, σε μια διαδικασία, να μάθουμε, ποιοι είμαστε στα αληθεια;
Θανάσης Μιχαλάκης
Γραμματέας Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων