Η ζωή μας, εμείς και το βάρος μας στην κοινωνία

Ηταν περίπου το 60ιο λεπτό της ταινίας, όταν σε μια ασυνήθιστη κίνηση αβροφροσύνης και επίδειξης συναισθημάτων, η Μαρί σήκωσε το χέρι της και χαιρέτησε τον κύριο Πι.
Πρωτοφανής εξωτερίκευση της – τουλάχιστον – συμπάθειας της ηρωίδας, προς έναν αποστρατευμένο ηθελημένα φυσικό, νυν κηπουρό.
Τα «1001 γραμμάρια» που προβλήθηκε στην Κινηματογραφική Λέσχη Τρικάλων τη Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016, ήταν η ταινία των καταπιεσμένων συναισθημάτων, του υποδόριου νορβηγικού  χιούμορ, των αντιθέσεων ανάμεσα στον ήλιο και το μουντό κλίμα.
Ηταν, όμως, κυρίως, η προσπάθεια να δοθεί απάντηση στ αιώνιο ερώτημα «ποιοι είμαστε;».
Αν είμαστε τα 21 γραμμάρια (σαφής η αναφορά στην ομότιτλη ταινία του Ιναρίτου) που «ζυγίζει» η ψυχή μας, όταν φεύγει από το σώμα μας, η ταινία το έδειξε με έντονα μεταφυσικό τρόπο – ελάχιστα πειστικό όμως μέσα σε έναν ορυμαγδό λογικών συνεχειών.
Αν είμαστε το «βάρος» μας, ως οντότητες και ως άτομα μέσα σε ένα περιπλεγμένο και σαφώς μη δικής μας ευθύνης δομημένο περιβάλλον (εργασιακό, κοινωνικό, οικογενειακό), η ταινία το έδειξε – εξαιρετικά πειστικά.
Αν είμαστε το αποτέλεσμα της αντίθεσης ανάμεσα στο τυπικό – βαρετό και τον εμπνευσμένο, απρόσμενο έρωτα, η ταινία το έδειξε – στον μέγιστο βαθμό.
Ο Νορβηγός Μπεντ Χάμερ πέτυχε να παρουσιάσει μια ταινία που είναι μια όμορφα δοσμένη ιστορία: η Μαρί είναι μια άνευ συναισθημάτων τυπική διαζευγμένη επιστημόνισσα. Ο θάνατος του πατέρα της και ένα μικρό χάος που – κατ’ αυτήν – συμβαίνει και σε επαγγελματικά ζητήματα, αναταράσσει το είναι της.
Ζει μέσα από το «βάρος» του κιλού, το οποίο δεν κατορθώνει να προστατέψει. Ακριβώς τότε, όταν ένα – κατά τα άλλα ασήμαντο – ατύχημα, καταστρέφει τμήμα του «εθνικού χιλιόγραμμου», η ζωή της παίρνει μια νέα τροπή. Κατανοεί ότι υπάρχει έρωτας, ξεφεύγει από την γκρίζα, σε κουτάκια δομημένη ζωή και κοινωνία της Νορβηγίας και μάλλον με πρόσχημα αυτό ακριβώς το «βάρος», καταφεύγει στο κλασικά ονειρικό Παρίσι (φαίνεται πως για πολλούς βόρειους, το Παρίσι είναι στην κυριολεξία πόλη του φωτός. Αυτό το πιστεύουν, μέχρι να έρθουν Ελλάδα, φυσικά…).
Και το «βάρος», διώχνει το «βάρος» της, διότι αρχίζει να ερωτεύεται. Αρχίζει να νιώθει. Αφήνει στην άκρη κάποια ελάχιστα δάκρυα. Φτάνει, δε, στην πίστευα επαναστατική πράξη, να πιει μόνη της καφέ σε ένα από τα καφέ του Παρισιού! Πλήρης η αντιδιαστολή με τις ανόητα ανόητες ενασχολήσεις, βαρετών επιστημόνων που συζητούν για θέματα πιο βαρετά από το γκρίζα κοστούμια τους. Δεν είναι τυχαίο, που από όλους τους βαρετούς επιστήμονες, η μόνη ρεαλιστική απάντηση έρχεται από τον προερχόμενο από κατεστραμμένη, με πλήθος δεινών, αφρικανική χώρα.
Ετσι, η σύμπλευση των βαρετών ενασχολήσεων με τη φυγή από αυτές, είναι μια λογική κατάληξη. Το φως, ο έρωτας, η ελπίδα, το χαμόγελο, κατανικούν τη σχεδόν ρομποτική καθημερινότητα.
Ο άνθρωπος είναι το «βάρος» του ως… άνθρωπος. Ως αυτός που είναι. Με τα υπέρ και τα κατά του. Με όσα συμβαίνουν ή δεν συμβαίνουν στη ζωή του. Ως ον και ως ων. Κι όλα αυτά, αλλάζουν χαοτικά, τυχαία ίσως, αναπάντεχα, αλλά πάντα με την ελπίδα να αλλάξουν. Σε κάποια σκηνή της ταινίας, οι βαρετοί επιστήμονες περπατούν με πανομοιότυπες ομπρέλες (ίσως επιρροή από Κουροσάβα στα «Ονειρα» του) στη σειρά, λόγω κάποιας ψιχάλας. Κανείς δεν βγήκε από τη σειρά του. Η Μαρί, όμως, βγήκε με τον τρόπο της. Εκανε το διαφορετικό, στο φως, με τον έρωτα. Ο κύριος Πι (όχι ο 3,14…) ήταν μια αφορμή. Αλλά η αιτία ήταν σε αυτό που λέγεται ευρέως και στην ταινία με καναδυό διαφορετικούς τρόπους: Ζούμε, όταν κατανοήσουμε ότι δεν έχουμε δεύτερη ζωή να ζήσουμε.
Just Do it!

Θανάσης Μιχαλάκης

Γραμματέας Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων

Μοιραστείτε το:

Scroll to Top