Η Ανατολή είναι μαγική. Είναι ράθυμη. Είναι η ραστώνη. Αλλά είναι και μήτρα επαναστατικών κινημάτων, τόπος ατελείωτης εξαθλίωσης και χώρος γέννησης πλήθους φιλοσοφικών ή/και θρησκευτικών θεωριών. Κάτω από τον καυτό ήλιο της Μομπάι (η πάλαι ποτέ Βομβάη), ένας θάνατος εργάτη σε υπονόμους δημιουργεί τάχιστα αντανακλαστικά στον κρατικό μηχανισμό, που, όπως έχει καταγραφεί ότι γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, επιστρατεύει μέσα και «μέσα», για να αποξηλώσει κάθε έννοια δίκαιης δίκης. Αυτή η δίκη είναι το φόντο της ταινίας «Το Δικαστήριο», που προβάλλαμε στην Κινηματογραφική Λέσχη Τρικάλων τη Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017.
Το δικαιικό σύστημα, αγγλικό και πανάρχαιο, μοιάζει πολύ με το δικό μας, σε θέματα καθυστέρησης και ατέρμονων αναβολών – χωρίς τις προσεγμένες αίθουσες. Μικρογραφία ενός κόσμου άγνωστου στους Ελληνες, το ινδικό δικαστήριο που δικάζει την εν λόγω υπόθεση, δικάζει και την παράνομη παραμονή ορισμένων σε βαγόνι προοριζόμενου για ΑμεΑ.
Αυτή η αταξικά ταξική εναλλαγή είναι κυρίαρχη σε όλη την ταινία. Ακριβώς επειδή ο 28χρονος Τσαϊτάνια Ταμπάνιε αντικατοπτρίζει την ουσία, την καρδιά της ινδικής κοινωνίας. Τρεις κλειστές κάστες, χωρίς κοινωνική κινητικότητα ενδιάμεσα, τρεις ήρωες στην ταινία: φιλελεύθερος δυτικότροπος δικηγόρος, παντρεμένη μικροαστή δημόσιος κατήγορος, μεσήλικας κουρασμένος δικαστής. Η πολύ πλούσια κάστα αιωρείται, η εξαιρετικά φτωχή είναι υπαρκτή διά της απουσίας της, αλλά με φράσεις ή εικόνες που δείχνουν το μέγεθος της εξαθλίωσής της.
Με τρόπο σαρκαστικό και άκρως καυστικό, με υπονοούμενα για τη μεγάλη κινηματική διαδικασία στην Ινδία (παντελώς άγνωστη σε εμάς), με χρώματα ζωντανά και ηθοποιία ρεαλιστική, η ταινία ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη νηνεμία της καθημερινότητας. Ο ήλιος καίει, ο καιρός περνά, ο κόσμος συνεχίζει να ζει. Και με τρόπο εντελώς ξαφνικό, η Αστυνομία κατασκευάζει μάρτυρα και στοιχεία, ο δικηγόρος ξυλοκοπείται από μέλη μιας θρησκευτικής σέχτας, ο πάμφτωχος Ινδός ηθοποιός κερδίζει χειροκρότημα από τους ακόμη πιο φτωχούς θεατές, όταν κατακεραυνώνει τους… μετανάστες, που τους παίρνουν τις ανύπαρκτες δουλειές.
Θλίψη και αδικία, γέλιο και σαρκαστική απεικόνιση, απόλυτη ηρεμία και έντονη δραματουργία σε κάποια σημεία, δημιουργούν μια μικρογραφία μιας χώρας, για την οποία δεν ξέρουμε απολύτως τίποτε. Σκόρπιες λέξεις, σκόρπια στοιχεία, αλλά πλήρης αδυναμία να κατανοήσουμε τις κάστες, τον ρόλο της θρησκείας, τον ρόλο της αγγλικής αποικιοκρατίας, τον ρόλο της κοινωνίας της ίδιας.
Σε μια χώρα 1,2 δισ. ανθρώπων, σε μια πόλη όπως η Μομπάι με πληθυσμό μεγαλύτερο από τη χώρα μας (14 εκατομμύρια), μια καθημερινή ιστορία γίνεται αριστοτεχνικό διήγημα στα χέρια του υποσχόμενου σκηνοθέτη.
Υπερβολές ενίοτε ως προς τις χωρίς δράση σκηνές, ρυθμός με σκαμπανεβάσματα, ηθελημένα λανθασμένη προβολή του τελευταίου πεντάλεπτου πριν από την εικόνα του πραγματικού τέλους της ταινίας, κάποιες φορές κουράζουν. Κάποιες φορές δημιουργούν ένα χαμόγελο, άλλες φορές προκαλούν έκπληξη. Μάλλον υπερβολικά τα πολλά βραβεία, αρκετά σοβαρή η σκηνοθεσία, αλλά σαφώς αναμένουμε κι άλλα δείγματα του νεαρού δημιουργού, προκειμένου να τον κρίνουμε.
Και μέσα σε όλα αυτά, ένας άλλος κόσμος. Μακρινός, μυστηριώδης, περίεργος. Τουλάχιστον, είδαμε μια χαραμάδα. Και κολλήσαμε σε αυτή το μάτι μας, μην τυχόν ανακαλύψουμε κάτι που θα μας ενθουσιάσει – ή θα μας φοβίσει.
Θανάσης Μιχαλάκης
Γραμματέας Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων