Η «κανονική» «αντρική ταινία» είναι το hangover. Η πραγματική όμως, είναι το «Γλυκιά απόδραση». Γαλλική με τίτλο – ως συνήθως – άσχετο με την ελληνική μετάφραση: Comme un avion, τουτέστιν, Οπως ένα αεροπλάνο. Το αεροπλάνο, ο αερομοντελισμός, είναι η αρχή για την ταινία, που προβλήθηκε στην Κινηματογραφική Λέσχη Τρικάλων στις 12 Δεκεμβρίου 2016. Ο παραλληλισμός με το καγιάκ που τελικώς εμπνέει τον ήρωα, δεν φαίνεται σαφής εκ πρώτης ανάγνωσης. Αλλά με το τέλος της ταινίας, συνειδητοποιείς ότι το αεροπλάνο είναι το μέσο, το όνειρο για φυγή. Όμως, η φυγή ως κεντρικό θέμα της ταινίας, δεν είναι απλώς μια διέξοδος. Είναι αυτοσκοπός. Ξεκινά ως διέξοδος, αλλά είναι, τελικά, η καταπιεσμένη – ή μη – αίσθηση που έχει κάποιος σε όλη του τη ζωή: «αχ, δεν πρόλαβα να κάνω αυτό… αυτό… αυτό…».
Ετσι, ο ήρωάς μας, ξεπερνώντας όσα εμπόδια του βάζει η καθημερινότητα, με τη – διόλου αθώα – συνδρομή της συζύγου, ξεκινά. Με μάλλον καρτουνίστικο στυλ, γίνεται ένας επιεικώς γελοίος μεσοαστός που επιδιώκει να νιώσει ελεύθερος. Όταν, όμως, ξεκινήσει το πραγματικό ταξίδι, ξεδιπλώνεται ένας άλλος κόσμος. Ο Μισέλ ανακαλύπτει αυτό που ο σκηνοθετο-σεναριογραφο-πρωταγωνιστής Μπρούνο Πονταλιντές (Ποδαλίδης, δηλαδή) έχει δηλώσει: ένα στριφογύρισμα στο παχύ χορτάρι, είναι ευλογία. Εξ ού και ο Μισέλ, αναρωτιέται, αν όλη αυτή την ομορφιά, τη χαρίζει η φύση σε αυτόν, ή ο ίδιος στον εαυτό του: αυτό το ερώτημα ουσιαστικά, είναι η απάντηση στο τι δείχνει η ταινία. Δείχνει τη φυγή, δείχνει την ανάγκη να έχουμε την εαφή μας με τη φύση, με το απλό, το καθημερινό, την ηρεμία μας.
Για τον λόγο αυτόν, η σχεδόν σε αληθινό χρόνο περιγραφή – που θυμίζει έντονα Ερίκ Ρομέρ – σε κάποιο σημείο κουράζει. Δεν θέλουμε να βλέπουμε σε κανονικό ρυθμό τη ζωή μας. Ούτε καν την απόδρασή μας από αυτή. Ετσι, το σενάριο μεταπηδά στο γνωστό μαγικό ρεαλιστικό στοιχείο όλων των σύγχρονων γαλλικών κομεντί, με τα απαραίτητα τραγούδια στο ενδιάμεσο. Κι όμως… σε αυτό το σενάριο υπάρχει μόνο η απόδραση. Η επαφή με τον εαυτό μας, τελικά. Η αίσθηση ότι μπορείς να κάνεις όσα θα ήθελες, έστω και υπό τον περιορισμένο χρόνο μιας άδειας – εκτός αν κάποιος επιλέξει την πλήρη αλλαγή τρόπου ζωής και δεν αρκεστεί σε αποδράσεις.
Τελικά ο Ποδαλίδης, επιλέγει να μιλήσει και για – σε ένα πιο κρυφό επίπεδο – τον άντρα που βρίσκεται στο μέσον όλων των «πρέπει». Ολων εκείνων, δηλαδή, των στοιχείων που καταπιέζουν, μειώνουν, εξαφανίζουν, κατατροπώνουν τα «θέλω» μας, δίνουν άλλη τροπή στη ζωή μας.
Κι ας αγαπάμε τη σύζυγό μας, κι ας κάνουμε κι εμείς κι αυτή μια μικρή απιστία, κι ας μεθούμε χωρίς λόγο, κι ας κάνουμε απλές ανοησίες. Τελικά, ζούμε. Χωρίς τις υπερβολές μας, τι θα ήμασταν; Ένα πιόνι. Χωρίς το παράδοξο, τι θα κάναμε; Μια flat ζωή.
Ε, λέει ο Ποδαλίδης: Ας κάνουμε όσα μας λείπουν.
Να γιατί η ταινία είναι «κανονικά αντρική»: διότι ο καταπιεσμένος από τη σύγχρονη κοινωνική δραστηριότητα και την απρόσμενη για το φύλο του «επαναστατική» γυναικεία παροξυσμική δραστηριότητα σε μη φεμινιστικό πλαίσιο και χωρίς ουσιαστικό αίτημα, νιώθει ευνουχισμένος. Και δεν χρειάζεται να κάνει κάποιος τις χοντράδες του άλλου «Ελληνα», του Γαλιφιανάκη, για να ξεδώσει. Αλλά να είναι όσα πραγματικά λείπουν, όσα πραγματικά λειτουργούν απελευθερωτικά. Φυσικά, διαφορετική η αμερικανική κοινωνία, διαφορετική η ευρωπαϊκή και δη η γαλλική. Αλλά το πρότυπο μετρά. Και αυτό το πρότυπο δίνεται με έξυπνο, μη δεδομένο, σαφώς πιο ρεαλιστικό τρόπο.
Ετσι θα έπρεπε να είναι οι «αντρικές» ταινίες.
Θανάσης Μιχαλάκης
Γραμματέας Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων