Είναι η μοίρα μας σακατεμένη ή εμείς τη σακατεύουμε; Φαινομενικά απλή η απάντηση, από την εξαίρετη γερμανική ταινία «Δύο Ζωές» (Zwei Leben) που προέβαλλε η Κινηματογραφική Λέσχη Τρικάλων τη Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017. Πρακτικά όμως… διαφορετική η απάντηση. Η ταινία αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα της πίεσης που ασκούν οι κάθε είδους μηχανισμοί στον άνθρωπο ως οντότητα. Ο ρόλος της ηρωίδας αποκαλύπτεται νωρίς. Αλλά όσο προχωρά η ταινία, οι συνεχιζόμενες αναδρομήσεις αποτελούν στοιχεία μιας ολοκληρωμένης ιστορίας. Μιας ιστορίας από αυτές που γεννούν οι πόλεμοι, με αποτελέσματα οδυνηρά, βίαια, καταστροφικά στο ψυχικό πεδίο. Η ηρωίδα μπλέκεται στα γρανάζια συστημάτων που σχεδόν εξομοιώνονται, παρότι ιδεολογικώς είναι απείρως μακριά. Μπορεί το γενικό συμπέρασμα να μην είναι ότι «όλοι ίδιοι είναι», αλλά ότι ο μηχανισμός ενός κράτους – φόβητρο, ενός κράτους – εργαλείου, σε συνδυασμό με τεχνικές «τύφλωσης» και με την αέναη πίστη ορισμένων ανθρώπων σε ορισμένα ιδεώδη, μπορεί να είναι χειρότερος από μια πυρηνική βόμβα. Μια βόμβα που ήταν εν υπνώσει, σκάει βραδυφλεγώς και, τελικώς, με κρότο, επειδή απλώς «έπεσε το τείχος». Η βόμβα είναι η ζωή της Κατρίν ή Βέρα. Και συμπαρασύρει αναμνήσεις, αποκαλύπτει ενοχές, δημιουργεί μίση και έχθρες. Η αγάπη είναι ένα φαινόμενο που, στα χέρια της ηρωίδας, της απόκοσμης και σκληρής στην έκφραση Γιουλιάνε Κέλερ (που έμαθε και νορβηγικά για τις ανάγκες της ταινίας), γίνεται εργαλείο καταπίεσης εσωτερικής. Μέσω της αναγκαίας – βίαιας τελικά – κάθαρσης (που όλο και συχνότερα ως μοτίβο παρατηρούμε στις ταινίες των σκηνοθετών από βόρειες χώρες), αποκαλύπτονται τραγικές στιγμές, τραγικά γεγονότα, απίθανα για κάθε άνθρωπο που δεν έχει ζήσει τις φρίκες ενός πολέμου των πρακτόρων στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δραματικά πρόσωπα, καταπιέσεις, φόνοι, ψέματα, ψήγματα μίσους, την ώρα της άδολης αγάπης. Ερμηνείες κοφτές, ελάχιστα συναισθηματικές, με εξάρσεις σπάνιες. Με την αξεπέραστη Λιβ Ούλμαν, συνειδητοποιείς ότι κυριαρχεί η μη-έκφραση. Η ίδια, με λίγες κινήσεις και ελάχιστες κινήσεις των ματιών, διδάσκει στα σχεδόν 80 της, όταν δεν χρειάζεται να ουρλιάζεις για να είσαι τέλεια ηθοποιός. Οι βόρειοι λαοί δακρύζουν εσωτερικώς. Δεν το βλέπουμε. Βλέπουμε τα μάτια τους και μαντεύουμε το αποτέλεσμα στην καρδιά τους. Η ταινία, τελικά, αποτελεί μια περιγραφή των συνεπειών του καταπιεστικού κράτους. Αλλά και μια σαφής έκφραση της ανάγκης, ο κάθε άνθρωπος να είναι άνθρωπος. Οι επιλογές της ηρωίδας είναι αυτές που καθορίζουν τη ζωή της και τις «ζωές των άλλων». Αυτών που ενέπλεξε σε ένα παιχνίδι κατασκοπείας, αγάπης, συμβιβασμών, έλλειψης συναισθημάτων. Οι σκηνοθέτες δυσκολεύτηκαν να βρουν χρηματοδότηση λόγω του δύσκολου για τη Γερμανία θέματος: τα ορφανοτροφεία των επιλεγέντων να δημιουργήσουν μια «Αρια φυλή», οι πρακτικές των Ναζί, η Στάζι, οι πόλεμοι, η κατασκοπεία. Και ίσως για τον λόγο αυτό, η αναγκαία λιτότητα (παρά τη σχετική καλή αναπαράσταση του 1990 και τις ευρηματικές τεχνικές για τα παλιότερα γεγονότα) ξεπερνιέται με τη λιτότητα των συναισθημάτων. Μπορεί να υπάρχει ένα μειονέκτημα εμφάνισης της σχέση αίτιου – αιτιατού και της πλήρους επεξήγησης των κινήτρων των ηρώων, αλλά μάλλον σε αυτό το ζήτημα, κυρίαρχο ρόλο παίζει η φαντασία και το συναίσθημα του κάθε θεατή. Αυτά, τα άγγιξαν οι συ-σκηνοθέτες Γκέοργκ Μάας και Γιούντιτ Κάουφμαν. Και μας έδειξαν ότι η Μοίρα, είμαστε εμείς. Θανάσης Μιχαλάκης Γραμματέας Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων