Προσεγγίζοντας τους αταίριαστους έρωτες

Στον έρωτα ή δίνεις ή δεν δίνεις. Μέση οδός, δεν υπάρχει. Οπου υπάρχει, υφίσταται κάποιο πρόβλημα. «Τα μάτια σου μου έδειξαν αδιαφορία. Και αυτό μου άρεσε». Σε αυτή τη φράση η Τζένιφερ (έξοχη Εμιλί Ντεκέν) περικλείει την ουσία της ταινία με τίτλο «Μήπως είσαι ο τύπος μου» (Pas Son Genre, δηλαδή όχι στο είδος του, η κατά λέξη μετάφραση). Η ταινία προβλήθηκε από την Κινηματογραφική ΛέσχηΤρικάλων τη Δευτέρα 5-12–2016.
Ο καθηγητής φιλοσοφίας Κλεμέντ (Λίκ Κορμπερί), είναι ένας τυπικά κλειστός, αδιάφορος καθηγητής φιλοσοφίας. Γοητευτικός, χωρίς επαφή με τις σχέσεις, μελετά και τις σχέσεις, αλλά απέχει από αυτές. Δεν θέλησε να κάνει παιδιά, δεν αγαπά να αγαπά. Αγαπά το περιστασιακό, το εφήμερο, το παροντικά και ταυτοχρόνως θνησιγενές ερωτικό,. Ως απόλαυση και περιπέτεια. Μέχρι εκεί. Το βλέμμα του κοιτά στο υπερπέραν, όταν φροντίζει να μη διαβάζει ένα έξοχο ποίημα – το οποίο όμως αντιλαμβάνεται ιδεαλιστικά. Χωρίς, δηλαδή, να γνωρίζει ΠΩΣ ακριβώς είναι το πέταγμα ενός πουλιού, παρά μόνο μέσα από την περιγραφή ενός ποιητή ενός βιβλίου.
Η Τζένιφερ, είναι το άκρως αντίθετο: σπιρτόζα, φουριόζα, παθιάρα, εκρηκτική, πρωτογενώς ερωτεύσιμη, λαϊκή (με την έννοια της αυθεντικής). Εχει τακτοποιήσει πια τη ζωή της, λάμπει από την αγάπη της για τον γιο της, ξέρει ότι θα ήθελε έναν έρωτα μεγάλο.
Και συναντώνται. Και αυτή τον ερωτεύεται. Και αυτός ακολουθεί μια ακόμη δοκιμή των ανύπαρκτων συναισθημάτων του. Της διδάσκει, ως «Πυγμαλίων». Η ταινία δεν έχει αρχικώς το πρώτο δεκάλεπτο κάποια σχέση με το τι θα επακολουθήσει. Το ραντεβού των δύο έρχεται αβίαστα για αυτούς, αναμενόμενα όμως για τον θεατή. Είναι ένα σημείο με «κοιλιά». Εχει φροντίσει ο σκηνοθέτης (Λουκά Μπελβό) να μας βάλει στο κλίμα των δύο πρωταγωνιστών. Μάλλον ανεπιτυχώς, αφού όλοι περιμένουμε να δούμε, πώς θα συναντηθούν.
Από εκείνη την ώρα όμως, ο Μπελβό στήνει ένα ωραίο γαϊτανάκι έρωτος, αταίριαστης πραγματικότητας και αντίθετων χαρακτήρων.
Ο αρχικός πόθος αμφότερων, το σεξ (μια πραγματικά μεγάλη σκηνή σεξ, με μάλλον έντονη για τη σεμνότυφη εποχή μας κορύφωση), μετατρέπονται σταδιακά σε ανταλλαγή απόψεων. Αυτός, είναι εμφανές ότι απλώς θέλει «να περνά καλά». Δεν θέλει να βρίσκεται στο «εκτός περιφερειακού του Παρισιού», Αράς. Νεκρώνεται εκεί. (Σημειωτέον, όντως ο μεγάλος περιφερειακός δρόμος που κλείνει το Παρίσι ως κύκλος, είναι το όριο αυτής της πόλης. Κάθε τι έξω από αυτό, δεν υπάρχει – για τον γηγενή παριζιάνο).
Αυτή, είναι εμφανές ότι αρχίζει να ζει τον έρωτα. Βιαστική, σαφώς., Αλλά και ουσιαστική. Και παθιασμένη.
Αυτός σταδιακά παρασύρεται. Ισως για πρώτη φορά στη ζωή του. Στιγμές, νομίζεις ότι διανύει την περίοδο των εφηβικών ερώτων.
Η ταινία, όσο και όταν πρέπει, μας παρουσιάζει τον πρώτο καυγά, Συμβολικά, είαν ο καυγάς που σε κάθε ζευγάρι οριοθετεί τον ερωτικό παροξυσμό από την πραγματικότητα. Από τότε, ο έρωτας κυριαρχεί. Γεμίζει χαμόγελο τους θεατές. Η Τζένιφερ πείθει. Η Ντεκέν, παρότι είναι εμφανή, τόσο η παιδεία της όσο και ο πλούτος των εκφραστικών της μέσων, επιδιώκει και επιχειρεί να είναι μια απλή κομμώτρια (γίνεται λιγότερο θελκτική, με το υπερβολικό μακιγιάζ και ντύσιμο, χαρακτηριστικά της ανασφάλειας που εμφανίζονται σε κάποιες συμπεριφορές στην επονομαζόμενη «επαρχία», επιδιώκοντας να εντυπωσιάσουν). Σε μεγάλο βαθμό τα καταφέρνει – όπως καταφέρνει να την ερωτευτούν άπαντες οι άρρενες ενός κινηματογράφου. Στη δεύτερη κορύφωση του έργου, στην απόλυτη απαξίωση της Τζένιφερ από τον Κλεμέντ, η Ντεκέν ζωγραφίζει την ηθοποιό των εκφράσεων. Υπερβολική ίσως για αυτή την κομμώτρια, αλλά το ξεχνάς, συνειδητοποιώντας ακριβώς τα συναισθήματά της.
Οι στιγμές της νέκρωσης των συναισθημάτων, είναι ξεκάθαρες. Σαφείς. Συγκεκριμένες. Αυταπόδεικτες.
Το τέλος αναπόφευκτα εκπλήσσει. Το τραγούδι (τρία τραγούδια σηματοδοτούν την ταινία) I will Survive, θα έπρεπε να απευθύνεται στη διαφαινόμενη απόφασή της να εγκαταλείψει τον τέως καλό της. Αλλά απευθύνεται στην ίδια της τη ζωή.
Φεύγει. Από όλα.
Και μας αφήνει όλους με την αίσθηση ότι «να πάρει η ευχή, εμείς θα τολμούσαμε να κάνουμε το ίδιο;».
Αυτή η εκδοχή του – χιλιοπαιγμένου – αταίριαστου έρωτα ανάμεσα σε έναν μορφωμένο κύριο και σε μια εκρηκτική, αυθεντική «λαϊκιά», στον Μπελβό εκφράζεται μέσω μιας ουσιαστικής έκθεσης του παραπάνω ερωτήματος. Δίνει στον θετή, εκτός από το ανεκπλήρωτο και τη διαπόμπευση μιας ψυχής, την ευκαιρία να αναρωτηθεί. Η ταινία δρα ως εξαναγκασμός στο να δώσει απάντηση: μέχρι πού αγαπάμε;
Ή αλλιώς: κάνουμε τα πάντα για αυτόν/ή που αγαπάμε;
Για αυτόν τον λόγο, εξάλλου, η ταινία δεν έχει τα αναμενόμενα από πολλούς κλισέ μιας κομεντί. Ευτυχώς ξεφεύγει από τα αμερικάνικα πρότυπα, διατηρεί ορισμένα γαλλικά (τραγούδια ερμηνευμένα από τους ηθοποιούς σε πρώτο χρόνο, μη ρεαλιστικές αποδόσεις στιγμών, σύγχυση ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό) και επιχειρεί να διαμορφώσει μια πιο σφιχτή ιστορία, με σαφή χαρακτηριστικά: οι αταίριαστοι έρωτες δεν ζουν. Εκτός αν…

Θανάσης Μιχαλάκης
Γραμματέας Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων

Μοιραστείτε το:

Scroll to Top