Το χρήμα, ο έρωτας και άλλες συμβάσεις στη Σκανδιναβία

Ένα εξόχως πολιτικό και με έντονο συναισθηματισμό φιλμ, παρακολουθήσαμε από την Κινηματογραφική Λέσχη Τρικάλων τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017.  Το Svenskjävel, που μεταφράστηκε στα αγγλικά ως Underdog αλλά σημαίνει κάτι σαν «σουηδομπασταρδάκι», είναι μια ταινία της σύγχρονης Σουηδίας, γυρισμένο στη Νορβηγία. Πώς γίνεται αυτό; Η ταινία είναι η εξ αντανακλάσεως παραδοχή της φτωχοποίησης της χώρας με το καλύτερο κοινωνικό σύστημα ασφάλισης και παροχών στον καπιταλιστικό κόσμο.
Λάθος χρόνος: ΗΤΑΝ η χώρα… Μπορεί επί 4 δεκαετίες να προωθήθηκε ως πολιτικό αντίβαρο στον κοινωνικό τομέα για τη Σοβιετική Ενωση, αλλά από την πρώτη άνοδο των φιλελεύθερων στην εξουσία, πριν 26 χρόνια, πολλά άλλαξαν. Αυτές οι αλλαγές συνετέλεσαν, ώστε η ταινία να αποτελεί εύστοχη πολιτική αναφορά με φόντο ένα «εκτός γάμου πρόσκαιρο σεξ» και μια απείρως καταπιεσμένη νεαρή, που ζει μακριά από το πρότυπο των ξανθών βόρειων καλλονών Σουηδέζων, και με λανθάνουσα ομοφυλοφιλική τάση.
Η ταινία κατακλύζεται σε μεγάλο βαθμό από την άγνωστή μας Σουηδία. Αυτή, της μεγάλης φυγής επιστημονικού δυναμικού και γενικότερα νέων ανθρώπων στη Δύση και, κυρίως, στη Νορβηγία. Ο άλλοτε «φτωχός εξάδελφος», με τις ανοδικές τιμές πετρελαίου να καθορίζουν μια πλούσια ζωή, έγινε καταφύγιο άνεργων Σουηδών και Σουηδέζων, που παστωμένοι σαν Ελληνες του Λονδίνου ή Πακιστανούς της Αθήνας, σε ένα δυάρι για οκτώ άτομα, εργάζονται οπουδήποτε για ελάχιστα χρήματα. Είναι οι Πακι-Σουηδοί ή οι νεοΠολωνοί (ο «Πολωνός υδραυλικός» είχε παίξει ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία για τη γαλλική προεδρία το 2002 και αποτελεί το σήμα κατατεθέν της ρατσιστικής ευρωπαϊκής νέο-ακροδεξιάς – αλλά όχι από τους Πολωνούς ακροδεξιούς….).
Η ηρωίδα μας η Ντίνο, είναι η Αννα Ντίνοβιτς, Σουηδέζα εκ… πρώην Γιουγκοσλαβίας. Συμβολική η φιγούρα της, αφαιρετικό και ερασιτεχνικά όμορφο το παίξιμό της, συνηθίζει να γελά ως στοιχείο του χαρακτήρα της – αλλά και επειδή οι Σουηδοί τη γνωρίζουν ως κοπέλα-με-χιουμοριστικά-βίντεο-στο-youtube. H Μπιάνκα Κρόνλοφ αποδίδει όμορφα το – με αλκοολικό παρελθόν και με αλκοολικό πατέρα – πρόβλημά της. Δηλαδή, δεν μιλά για αυτό καθόλου. Και εμπλέκεται στον τυχαίο, αλλά πηγαίο έρωτα των ολίγων βραδιών και ακόμη λιγότερων συνευρέσεων με τον πατέρα Νορβηγό, του οποίου τη μικρή κόρη προσέχει. Αυτός, ο Χένρικ Ραφάελσεν (που στην ταινία έχει το μισό επίθετο του σκηνοθέτη: Dahl ενώ ο σκηνοθέτης είναι ο Sandahl), παραδίδεται στον έρωτα, με μια δόση εκδίκησης στην απούσα αλλά – κατά τον ίδιο – άπιστη σύζυγο. Αλλά παραδίδεται επίσης με ανδρική επιβεβαίωση, μα και λησμονιά, καθώς «ήσουν τεσσάρων, όταν βγήκα τελευταία φορά με μια κοπέλα», λέει απευθυνόμενος στην 25χρονη πρόσκαιρη ερωμένη του.
Η έλευση της συζύγου – που λείπει σε μια μάλλον παράδοξα μελετημένη χώρα, την Μποτσουάνα – ανατρέπει τον έρωτα, τον σβήνει, καθώς το πανέξυπνο βλέμμα της μοιάζει να κυριαρχεί στις καρδιές όλων. Είτε από φόβο, είτε από αγάπη, όλα επανέρχονται σε έναν ρυθμό. «Κανονικό».
Και μπορεί για την Ντίνο, αυτό να σηματοδοτεί μια βραδιά εξαλλοσύνης, αλλά για τη μεγάλη κόρη τού Χένρικ, την Ιντα, σηματοδοτεί τη νέα της ζωή.
Η Μόνα Κρίστιανσεν είναι η νεαρή ευαίσθητη και κλεισμένη στον εαυτό της κοπέλα, συνήθως με λίγα παραπάνω από το απεχθές γενικό πρότυπο κιλά. Δεν θέλει να κολυμπά λόγω του σώματός της, ακούει πολλή μουσική, δεν έχει φίλους, είναι συναισθηματική. Και, μόλις βλέπει την Ντίνο, αποκαλύπτεται η ομοφυλοφιλική της τάση. Με ένα μάλλον ευφυολόγημα, που στο τέλος της ταινίας γίνεται ένα σαν λυπητερό χάπι εντ, ο σκηνοθέτης Ρόνι Σάννταλ αποδίδει τον πραγματικό έρωτα. Αυτός στα μάτια τις 16χρονης προς την 25χρονη. Η οποία το έχει αντιληφθεί, δεν μοιάζει να της είναι απεχθές, και είναι ταυτοχρόνως κινητήρια δύναμη για να οδηγήσει τη φίλη της, τη16χρονη Ιντα, στην ανατροπή της υδατικής απέχθειας. Η βουτιά στα κρύα νερά είναι λυτρωτική, είναι η αρχή μιας νέας ζωής για όλους. Είτε περισσότερο είτε λιγότερο, η βουτιά αυτή αποκαλύπτει και καθάρει όλα, όσα ήταν κρυμμένα. Αλλοι επιστρέφουν σε μια «κανονικότητα», άλλοι προχωρούν. Η σχέση των δύο κοριτσιών, δοσμένη με «κρύα» ευαισθησία – αλήθεια, γιατί δεν εξωτερικεύουν ποτέ τα συναισθήματά τους οι βόρειοι; – τσαλακώνει έναν καθωσπρεπισμό και αποτελεί τον πραγματικό δρόμο του σκηνοθέτη: ωμή ζωή, με γέλιο και κτηνωδία, με βαρβαρότητα, αγριότητα και καλοσύνη. Μια ταινία που εκτός από πολιτική, εμπεριέχει τα βόρεια πρότυπα για τις σωματικές ανάγκες ή συνήθειες – αληθώς σιχαμερές για εμάς – καθώς και μια έντονη σάτιρα και καυτηριασμό τού επίσης βόρειου προτύπου της υπερπροβολής του «Εγώ».
Νοητικά πλάνα απέραντων ομιχλωδών εκτάσεων, δεν υπάρχουν. Πιο ρεαλιστικές, πιο ουσιαστικές κινηματογραφήσεις πλέον, με απλή φύση, με απλή καθημερινότητα. Ιψενικό τρίγωνο υπάρχει σαφώς (η Ντίνο είναι αντικείμενο έλξης και από μπαμπά και από κόρη), πολιτική υπάρχει, συναίσθημα – πολύ κρυμμένο, βέβαια – υπάρχει. Η νέα Σουηδία έχει και τον νέο της κινηματογράφο. Απλούστερο, με μηνύματα λιγότερο διαχρονικά, αλλά σαφώς καυστικά και άκρως πολύπλοκα, συμβολικά στο έπακρο (ο ήρωας Νορβηγός είναι διασημότατος τενίστας, αλλά η Νορβηγία ποτέ δεν είχε διάσημο τενίστα… όπως η Σουηδία τον Μποργκ ή τον Έντμπεργκ. Ούτε καν διάσημους οδηγούς αγώνων, όπως τα άλλα εξαδέλφια, οι Φινλανδοί).
Και η ιστορία μας λήγει, όταν η ατάκα της κόρης, της δήθεν κλειστής και με μυαλό μόνο συναισθηματικό, κόβει στον αέρα την πατρική αλαζονεία. Εκει, διαχωρίζεται το παρελθοντικό από το παροντικό, η εικόνα της πληρωμής από την εικόνα της ανέχειας, το παλιό, που συμβολικά είναι ο πλούσιος Νορβηγός, από το νέο, την ήρεμα διαφορετική κόρη. Το χρήμα είναι ο κυρίαρχος της ταινίας, αλλά και αυτό που δεν κυριαρχεί στις ψυχές.

Θανάσης Μιχαλάκης

Γραμματέας Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων

ΣΗΜ: Η ταινία είναι μέρος διήμερου αφιερώματος σε συνεργασία με τη Σουηδική πρεσβεία, το Σουηδικό Ινστιτούτο και το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου

Μοιραστείτε το:

Scroll to Top